κατασύνεχα

κατασύνεχα
επίρρ.
1. αμέσως μετά, σε άμεση συνέχεια, σε άμεση ακολουθία
2. συνεχώς και αδιαλείπτως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + συνεχής + επιρρμ. κατάλ. -α (πρβλ. κατα-μεσήμερ-α, κατά-στρατ-α)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”